Όλοι μας σε κάποια περίοδο της ζωής μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις και προβληματισμούς, όπου θεωρούμε ότι έχουμε φτάσει σε αδιέξοδο και έχοντας τις περισσότερες φορές εξαντλήσει κάθε πιθανή λύση. Αισθανόμαστε ότι παλεύουμε για αυτά για μακρύ χρονικό διάστημα, δίχως να έχουμε καταφέρει να φτάσουμε στο επιθυμητό για εμάς αποτέλεσμα.
Η διαφορά μεταξύ ενός ψυχολόγου και ενός συμβούλου ψυχικής υγείας έγκειται στην εκπαίδευσή τους, το εύρος των υπηρεσιών που παρέχουν και τον τρόπο που προσεγγίζουν τα ζητήματα ψυχικής υγείας. Παρά τις ομοιότητές τους, έχουν διακριτούς ρόλους στην ψυχική φροντίδα, οι οποίοι μπορεί να επηρεάσουν την επιλογή του κατάλληλου επαγγελματία ανάλογα με τις ανάγκες του ατόμου. Το επάγγελμα του ψυχολόγου απαιτεί σπουδές σε τμήμα ψυχολογίας, σε πανεπιστημιακό ίδρυμα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, αναγνωρισμένου από το ελληνικό κράτος, τουλάχιστον τετραετούς εκπαίδευσης. Ο σύμβουλος Ψυχικής Υγείας συνήθως έχει σπουδές στην ψυχολογική συμβουλευτική, στη συμβουλευτική ψυχικής υγείας ή σε κάποιον παρόμοιο κλάδο. Οι σπουδές του επικεντρώνονται περισσότερο στην εφαρμογή τεχνικών υποστήριξης και ενίσχυσης της ψυχικής ευεξίας.
Η επιλογή ψυχολόγου είναι θεμελιώδους σημασίας. Αρχικά βεβαιωθείτε ότι ο ψυχολόγος έχει τις απαραίτητες σπουδές και άδεια άσκησης επαγγέλματος. Ένας εξειδικευμένος ψυχολόγος θα έχει σπουδές στην ψυχολογία, πιθανόν ένα μεταπτυχιακό ή διδακτορικό στην ειδικότητά του, καθώς και άδεια ασκήσεως επαγγέλματος.
Η συστημική ψυχοθεραπεία είναι μια μορφή θεραπείας που εστιάζει στις σχέσεις, στη δυναμική και στα αλληλεπιδρώντα συστήματα που επηρεάζουν τη ζωή και την ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου. Αντί να εξετάζει τα προβλήματα ως απομονωμένα και ατομικά θέματα, η συστημική ψυχοθεραπεία θεωρεί ότι οι προκλήσεις και τα συναισθηματικά ζητήματα συχνά προκύπτουν από τον τρόπο που το άτομο συνδέεται και αλληλεπιδρά με το σύνολο του περιβάλλοντός του.
Η θεραπευτική διαδικασία καλύπτεται από το απόρρητο, δηλαδή από την αρχή της εχεμύθειας που διέπει το επάγγελμα του ψυχολόγου. Αυτό σημαίνει ότι οι ψυχολόγοι δεν πρέπει να αποκαλύπτουν ή να μοιράζονται τις πληροφορίες που λαμβάνουν κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων ή άλλων μορφών επικοινωνίας με άλλα άτομα χωρίς τη συναίνεση του ατόμου που το αφορά. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου οι ψυχολόγοι έχουν νομική υποχρέωση να διασφαλίσουν την ασφάλεια ή την ευημερία του ατόμου ή τρίτων.
Αυτές οι περιπτώσεις περιλαμβάνουν την απειλή για αυτοκτονία ή βία κατά άλλου ατόμου. Είναι σημαντικό να σημειωθεί, ότι οι ψυχολόγοι εφαρμόζουν αυστηρά τους κανόνες του επαγγελματικού απορρήτου και προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι οι πληροφορίες που λαμβάνουν κατά τη διάρκεια της θεραπείας παραμένουν απόλυτα εμπιστευτικές. Αυτό επιτρέπει στα άτομα που ζητούν βοήθεια να νιώθουν πιο άνετα και πιο ασφαλή να μοιράζονται τα προσωπικά τους θέματα με έναν εξειδικευμένο επαγγελματία ψυχικής υγείας.
Οι ατομικές συνεδρίες έχουν χρονική διάρκεια 60 λεπτά. Οι οικογενειακές συνεδρίες 90 λεπτά. Βέβαια, ο χρόνος μπορεί να παραταθεί ή να μειωθεί ανάλογα με τις ανάγκες του θεραπευόμενου.
Η συχνότητα των συνεδριών καθορίζεται στις πρώτες συναντήσεις ανάλογα με τις ανάγκες του θεραπευόμενου.
Η πρώτη συνεδρία έχει ως στόχο να θέσει τα θεμέλια της θεραπευτικής σχέσης και να βοηθήσει τον ψυχολόγο να κατανοήσει το σύστημα μέσα στο οποίο λειτουργεί ο θεραπευόμενος. Ο ψυχολόγος αφιερώνει χρόνο για να γνωρίσει τον θεραπευόμενο ή το ζευγάρι/οικογένεια, συστήνοντας τον εαυτό του και εξηγώντας τη διαδικασία της συστημικής θεραπείας. Στόχος είναι να δημιουργηθεί ένα ασφαλές και ανοιχτό περιβάλλον όπου ο θεραπευόμενος μπορεί να εκφράσει ελεύθερα σκέψεις και συναισθήματα.
Δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος ή προκαθορισμένος αριθμός συνεδριών. Κάθε άτομο διανύει ένα διαφορετικό ταξίδι μέσα στη θεραπεία. Οι θεραπευόμενοι συζητούν με τον ψυχολόγο τους στόχους τους και ανάλογα με το πόσο συγκεκριμένοι ή γενικοί είναι, η θεραπεία μπορεί να διαμορφωθεί ανάλογα. Για παράδειγμα, εάν ο στόχος είναι η ενίσχυση της επικοινωνίας στην οικογένεια, μπορεί να χρειαστεί λιγότερος χρόνος από ό,τι αν ο στόχος είναι η επεξεργασία τραυματικών γεγονότων και η αλλαγή διαχρονικών μοτίβων. Μερικές φορές οι άνθρωποι έρχονται στη θεραπεία για μια συνεδρία με σκοπό να μιλήσουν για ένα συγκεκριμένο θέμα στη ζωή τους ή για να συζητήσουν μια συγκεκριμένη ανησυχία. Το κίνητρο του θεραπευόμενου και η προθυμία του να δουλέψει πάνω στις αλλαγές επηρεάζουν σημαντικά τη διάρκεια της θεραπείας.
Ένα άτομο που είναι ανοιχτό σε αλλαγές και πρόθυμο να εξετάσει τη συμπεριφορά του μέσα στο σύστημα μπορεί να προχωρήσει γρηγορότερα. Συχνά, ο συστημικός ψυχολόγος και ο θεραπευόμενος επανεκτιμούν τακτικά τους στόχους και τη διαδικασία για να δουν εάν έχει επιτευχθεί πρόοδος ή εάν χρειάζεται περαιτέρω θεραπεία.
Ο ψυχίατρος είναι γιατρός που έχει σπουδάσει ιατρική και έχει ειδικευτεί στην ψυχιατρική, δηλαδή στη διάγνωση, θεραπεία και πρόληψη ψυχικών διαταραχών. Ως γιατρός, έχει την ικανότητα να συνταγογραφεί φάρμακα και να παρέχει ιατρικές θεραπείες.
Ο ψυχολόγος έχει σπουδάσει ψυχολογία, μια επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των ψυχικών διεργασιών. Η εκπαίδευσή του περιλαμβάνει προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές στην ψυχολογία. Οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν «θεραπείες συζήτησης» για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αναπτύξουν δεξιότητες για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και να προλάβουν συνεχιζόμενα προβλήματα.
Συχνά, οι δύο επαγγελματίες συνεργάζονται για την καλύτερη δυνατή υποστήριξη του ατόμου. Ο ψυχίατρος μπορεί να αναλάβει την ιατρική πλευρά της θεραπείας, ενώ ο ψυχολόγος εστιάζει στη συμβουλευτική και ψυχοθεραπευτική υποστήριξη, δίνοντας έτσι μια ολοκληρωμένη προσέγγιση.